Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Strafzettel die Strafzettel
γενική des Strafzettels der Strafzettel
δοτική dem Strafzettel den Strafzetteln
αιτιατική den Strafzettel die Strafzettel

  Ετυμολογία επεξεργασία

Strafzettel < Strafe (ποινή) + Zettel (χαρτάκι, σημείωμα)

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Strafzettel (de) αρσενικό

  • το έγγραφο της τροχαίας που λαμβάνει κάποιος, όταν έχει παραβεί κάποιον κανόνα οδικής κυκλοφορίας, με το οποίο καλείται να καταβάλει ένα πρόστιμο: η κλήση