Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Solist
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
der
Solist
die
Solist
en
γενική
des
Solist
en
der
Solist
en
δοτική
dem
Solist
en
den
Solist
en
αιτιατική
den
Solist
en
die
Solist
en
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Solist
(de)
αρσενικό
(
θηλυκό
Solistin
)
(
μουσική
)
σολίστας