Phänomen
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Phänomen | die | Phänomene |
γενική | des | Phänomens | der | Phänomene |
δοτική | dem | Phänomen | den | Phänomenen |
αιτιατική | das | Phänomen | die | Phänomene |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαPhänomen (de) θηλυκό