Ordnung
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ordnung | die | Ordnungen |
γενική | der | Ordnung | der | Ordnungen |
δοτική | der | Ordnung | den | Ordnungen |
αιτιατική | die | Ordnung | die | Ordnungen |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ordnung (de) θηλυκό
- η τάξη
- er kennt keine Ordnung - δεν γνωρίζει τι εστί τάξη (= είναι πολύ ακατάστατος)