πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Opa die Opas
γενική des Opas der Opas
δοτική dem Opa den Opas
αιτιατική den Opa die Opas

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Opa (de) αρσενικό

  1. (οικογένεια, οικείο, ειδικά στη γλώσσα των παιδιών) ο παππούς
  2. (προφορικό) ηλικιωμένος άντρας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Opa - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).