↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Opa die Opas
γενική des Opas der Opas
δοτική dem Opa den Opas
αιτιατική den Opa die Opas

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Opa < περικοπή του Großpapa [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈoːpa/
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Opa (de) αρσενικό

  1. (οικογένεια, οικείο, ειδικά στη γλώσσα των παιδιών) ο παππούς
  2. (προφορικό) ηλικιωμένος άντρας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Opa - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).