Klitorisvorhaut
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Klitorisvorhaut | die | Klitorisvorhäute |
γενική | der | Klitorisvorhaut | der | Klitorisvorhäute |
δοτική | der | Klitorisvorhaut | den | Klitorisvorhäuten |
αιτιατική | die | Klitorisvorhaut | die | Klitorisvorhäute |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαKlitorisvorhaut (de) θηλυκό
- το δέρμα που περιβάλλει την κλειτορίδα