Inhalt
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Inhalt | die | Inhalte |
γενική | des | Inhalts Inhaltes |
der | Inhalte |
δοτική | dem | Inhalt Inhalte |
den | Inhalten |
αιτιατική | den | Inhalt | die | Inhalte |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Inhalt (de) αρσενικό
- το περιεχόμενο