Formalität
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Formalität | die | Formalitäten |
γενική | der | Formalität | der | Formalitäten |
δοτική | der | Formalität | den | Formalitäten |
αιτιατική | die | Formalität | die | Formalitäten |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαFormalität (de) θηλυκό
- τυπικότητα, τυπική διαδικασία