Führungskraft
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Führungskraft | die | Führungskräfte |
γενική | der | Führungskraft | der | Führungskräfte |
δοτική | der | Führungskraft | den | Führungskräften |
αιτιατική | die | Führungskraft | die | Führungskräfte |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαFührungskraft (de) θηλυκό