Enkelin
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Enkelin | die | Enkelinnen |
γενική | der | Enkelin | der | Enkelinnen |
δοτική | der | Enkelin | den | Enkelinnen |
αιτιατική | die | Enkelin | die | Enkelinnen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαEnkelin (de) θηλυκό
- (οικογένεια) η εγγονή