Dorn
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Dorn | die | Dornen |
γενική | des | Dornes Dorns |
der | Dornen |
δοτική | dem | Dorn | den | Dornen |
αιτιατική | den | Dorn | die | Dornen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαDorn (de) αρσενικό
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Dorn < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαDorn αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Dorn < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαDorn αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]
Σλοβενικά (sl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Dorn < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαDorn αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Priimki (A-F), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (A-F), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0 [3]
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Dorn < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαDorn αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [4]