Czarnogórzanka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Czarnogórzanka | Czarnogórzanki |
γενική | Czarnogórzanki | Czarnogórzanek |
δοτική | Czarnogórzance | Czarnogórzankom |
αιτιατική | Czarnogórzankę | Czarnogórzanki |
οργανική | Czarnogórzanką | Czarnogórzankami |
τοπική | Czarnogórzance | Czarnogórzankach |
κλητική | Czarnogórzanko | Czarnogórzanki |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌt͡ʃ̑arnɔɡuˈʒãŋka/
- ⓘ
Ετυμολογία
επεξεργασίαCzarnogórzanka < Czarnogóra (Μαυροβούνιο)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαCzarnogórzanka (pl) θηλυκό
- (εθνικό όνομα) η Μαυροβούνια, θηλυκό του Czarnogórzanin