Bekämpfung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Bekämpfung | die | Bekämpfungen |
γενική | der | Bekämpfung | der | Bekämpfungen |
δοτική | der | Bekämpfung | den | Bekämpfungen |
αιτιατική | die | Bekämpfung | die | Bekämpfungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαBekämpfung (de) θηλυκό