Bäckerin
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Bäckerin | die | Bäckerinnen |
γενική | der | Bäckerin | der | Bäckerinnen |
δοτική | der | Bäckerin | den | Bäckerinnen |
αιτιατική | die | Bäckerin | die | Bäckerinnen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαBäckerin (de) θηλυκό