Angiografie
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Angiografie | die | Angiografien |
γενική | der | Angiografie | der | Angiografien |
δοτική | der | Angiografie | den | Angiografien |
αιτιατική | die | Angiografie | die | Angiografien |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Angiografie < γαλλική angiographie
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAngiografie (de) θηλυκό