angiographie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
angiographie | angiographies |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɑ̃.ʒjɔ.ɡʁa.fi/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangiographie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
angiographie | angiographies |
angiographie (fr) θηλυκό