Abbildung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Abbildung | die | Abbildungen |
γενική | der | Abbildung | der | Abbildungen |
δοτική | der | Abbildung | den | Abbildungen |
αιτιατική | die | Abbildung | die | Abbildungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAbbildung (de) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Abbild