Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Abbild (de) ουδέτερο (πληθυντικός: die Abbilder)

  1. η εικόνα
  2. η γραφική, συμβολική, ηλεκτρονική αναπαράσταση
  3. το αντίγραφο

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • Bild ουδέτερο
  • grafische, symbolische, elektronische Darstellung θηλυκό
  • Kopie θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία