Ὦξος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ὦξος | ||
γενική | τοῦ | Ὤξου | ||
δοτική | τῷ | Ὤξῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Ὦξον | ||
κλητική ὦ! | Ὦξε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ὦξος < πρωτοϊρανική *waxš-
Κύριο όνομα
επεξεργασίαὮξος αρσενικό, μόνο στον ενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ὦξος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.