Δείτε επίσης: Ώξος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ὦξος
      γενική τοῦ Ὤξου
      δοτική τῷ Ὤξ
    αιτιατική τὸν Ὦξον
     κλητική ! Ὦξε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ὦξος < πρωτοϊρανική *waxš-

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ὦξος αρσενικό, μόνο στον ενικό

  Πηγές επεξεργασία