ὡρολογοποιεῖον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὡρολογοποιεῖον | τὰ | ὡρολογοποιεῖα | ||||
γενική | τοῦ | ὡρολογοποιείου | τῶν | ὡρολογοποιείων | ||||
δοτική | τῷ | ὡρολογοποιείῳ | τοῖς | ὡρολογοποιείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ὡρολογοποιεῖον | τὰ | ὡρολογοποιεῖα | ||||
κλητική ὦ! | ὡρολογοποιεῖον | ὡρολογοποιεῖα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὡρολογοποιεῖον (μαρτυρείται από το 1856)[1] < → και δείτε τη λέξη ωρολογοποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὡρολογοποιεῖον ουδέτερο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1143, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου