ὑπαπαντή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑπαπαντή | αἱ | ὑπαπανταί |
γενική | τῆς | ὑπαπαντῆς | τῶν | ὑπαπαντῶν |
δοτική | τῇ | ὑπαπαντῇ | ταῖς | ὑπαπανταῖς |
αιτιατική | τὴν | ὑπαπαντήν | τὰς | ὑπαπαντᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ὑπαπαντή | ὑπαπανταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπαπαντᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπαπανταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὑπαπαντή