ὑπέρπυρον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ὑπέρπυρον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὑπέρπυρος (αρχαία ελληνική, διάπυρος, πυρακτωμένος) < ὑπέρ- + γενική πυρός (πῦρ). Έλαβε το όνομα αυτό λόγω του χρώματος του.[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ὑπέρπυρον ουδέτερο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Κλιτικοί τύποιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- βυζάντιν, πεζάντιν
- νόμισμα (ως συνώνυμο του υπέρπυρου)
- ὁλοκοτίνιν
- Hyperpyron στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ὑπέρπυρον