Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπέρπυρον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὑπέρπυρος (αρχαία ελληνική , διάπυρος, πυρακτωμένος) < ὑπέρ- + γενική πυρός (πῦρ). Έλαβε το όνομα αυτό λόγω του χρώματος του.[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑπέρπυρον ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ὑπέρπυρον

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ὑπέρπυρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ὑπέρπυρος