ὑπέρπυρος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὑπέρπυρος | τὸ ὑπέρπυρον | οἱ, αἱ ὑπέρπυροι | τὰ ὑπέρπυρα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὑπερπύρου | τοῦ ὑπερπύρου | τῶν ὑπερπύρων | τῶν ὑπερπύρων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὑπερπύρῳ | τῷ ὑπερπύρῳ | τοῖς, ταῖς ὑπερπύροις | τοῖς ὑπερπύροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὑπέρπυρον | τὸ ὑπέρπυρον | τοὺς, τὰς ὑπερπύρους | τὰ ὑπέρπυρα |
Κλητική | ὑπέρπυρε | ὑπέρπυρον | ὑπέρπυροι | ὑπέρπυρα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὑπερπύρω | |||
Γενική-Δοτική | ὑπερπύροιν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ὑπέρπυρος, -ος, -ον
- που έχει έντονη πύρινη όψη, διάπυρος
- ο τοποθετημένος σε φωτιά, πυρακτωμένος
Επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ὑπέρπυρος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.