ἱπποτροφία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἱπποτροφίᾱ | αἱ | ἱπποτροφίαι |
γενική | τῆς | ἱπποτροφίᾱς | τῶν | ἱπποτροφιῶν |
δοτική | τῇ | ἱπποτροφίᾳ | ταῖς | ἱπποτροφίαις |
αιτιατική | τὴν | ἱπποτροφίᾱν | τὰς | ἱπποτροφίᾱς |
κλητική ὦ! | ἱπποτροφίᾱ | ἱπποτροφίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱπποτροφίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱπποτροφίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἱπποτροφία < ἱπποτρόφος + -ία < ἵππος + τρέφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἱπποτροφία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἱπποτροφία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱπποτροφία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.