ἰχθυοτροφεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἰχθυοτροφεῖον | τὰ | ἰχθυοτροφεῖᾰ |
γενική | τοῦ | ἰχθυοτροφείου | τῶν | ἰχθυοτροφείων |
δοτική | τῷ | ἰχθυοτροφείῳ | τοῖς | ἰχθυοτροφείοις |
αιτιατική | τὸ | ἰχθυοτροφεῖον | τὰ | ἰχθυοτροφεῖᾰ |
κλητική ὦ! | ἰχθυοτροφεῖον | ἰχθυοτροφεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰχθυοτροφείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰχθυοτροφείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἰχθυοτροφεῖον < αρχαία ελληνική ἰχθύς, ἰχθυο- + -τροφεῖον (< τρέφω < ἰχθυοτρόφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἰχθυοτροφεῖον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- ἰχθυοτροφεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.