Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Ἡράκλειον τὰ Ἡράκλει
      γενική τοῦ Ἡρακλείου τῶν Ἡρακλείων
      δοτική τῷ Ἡρακλεί τοῖς Ἡρακλείοις
    αιτιατική τὸ Ἡράκλειον τὰ Ἡράκλει
     κλητική ! Ἡράκλειον Ἡράκλει
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἡρακλείω
γεν-δοτ τοῖν  Ἡρακλείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἡράκλειον < Ἡρακλ(ῆς) + -ειον

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἡράκλειον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία