Ἔλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἔλος | οἱ | Ἔλοι |
γενική | τοῦ | Ἔλου | τῶν | Ἔλων |
δοτική | τῷ | Ἔλῳ | τοῖς | Ἔλοις |
αιτιατική | τὸν | Ἔλον | τοὺς | Ἔλους |
κλητική ὦ! | Ἔλε | Ἔλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἔλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἔλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἔλος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἜλος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press