Ἐπινικίς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἐπινικίς | αἱ | Ἐπινικίδες |
γενική | τῆς | Ἐπινικίδος | τῶν | Ἐπινικίδων |
δοτική | τῇ | Ἐπινικίδῐ | ταῖς | Ἐπινικίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Ἐπινικίδᾰ | τὰς | Ἐπινικίδᾰς |
κλητική ὦ! | Ἐπινικίς* | Ἐπινικίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐπινικίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἐπινικίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς Συνήθως στον ενικό. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ἐπινικίς θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)