Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔποψ οἱ ἔποπες
      γενική τοῦ ἔποπος τῶν ἐπόπων
      δοτική τῷ ἔποπ τοῖς ἔποψ(ν)
    αιτιατική τὸν ἔποπ τοὺς ἔποπᾰς
     κλητική ! ἔποψ ἔποπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἔποπε
γεν-δοτ τοῖν  ἐπόποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔποψ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἔποψ αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία