ἔποψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἔποψ | οἱ | ἔποπες |
γενική | τοῦ | ἔποπος | τῶν | ἐπόπων |
δοτική | τῷ | ἔποπῐ | τοῖς | ἔποψῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | ἔποπᾰ | τοὺς | ἔποπᾰς |
κλητική ὦ! | ἔποψ | ἔποπες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἔποπε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπόποιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔποψ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔποψ αρσενικό
- (πτηνό) ο τσαλαπετεινός
Πηγές
επεξεργασία- ἔποψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔποψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.