Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐπιφυλακτικότης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
καθαρεύουσα
(κατά την αρχαία κλίση)
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ἡ
ἐπιφυλακτικότη
ς
αἱ
ἐπιφυλακτικότητ
ες
γενική
τῆς
ἐπιφυλακτικότητ
ος
τῶν
ἐπιφυλακτικοτήτ
ων
δοτική
τῇ
ἐπιφυλακτικότητ
ι
ταῖς
ἐπιφυλακτικότησ
ι
(
ν
)
αιτιατική
τὴν
ἐπιφυλακτικότητ
α
τὰς
ἐπιφυλακτικότητ
ας
κλητική
ὦ
!
ἐπιφυλακτικότη
ς
ἐπιφυλακτικότητ
ες
3η κλίση
,
Κατηγορία 'τάπης'
όπως «
τάπης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἐπιφυλακτικότης
θηλυκό
(
καθαρεύουσα
) η
επιφυλακτικότητα