ἐπισταθμεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπισταθμείᾱ | αἱ | ἐπισταθμεῖαι | ||||
γενική | τῆς | ἐπισταθμείᾱς | τῶν | ἐπισταθμειῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἐπισταθμείᾳ | ταῖς | ἐπισταθμείαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐπισταθμείᾱν | τὰς | ἐπισταθμείᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἐπισταθμείᾱ | ἐπισταθμεῖαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπισταθμείᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπισταθμείαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπισταθμεία < ἐπισταθμία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπισταθμεία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- ἐπισταθμεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.