Δείτε επίσης: επισταθμία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπισταθμί αἱ ἐπισταθμίαι
      γενική τῆς ἐπισταθμίᾱς τῶν ἐπισταθμιῶν
      δοτική τῇ ἐπισταθμί ταῖς ἐπισταθμίαις
    αιτιατική τὴν ἐπισταθμίᾱν τὰς ἐπισταθμίᾱς
     κλητική ! ἐπισταθμί ἐπισταθμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπισταθμί
γεν-δοτ τοῖν  ἐπισταθμίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπισταθμία < ἐπίσταθμ(ος) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπισταθμία θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία