ἐπινοητικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπινοητικότης | αἱ | ἐπινοητικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐπινοητικότητος | τῶν | ἐπινοητικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐπινοητικότητι | ταῖς | ἐπινοητικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐπινοητικότητα | τὰς | ἐπινοητικότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἐπινοητικότης | ἐπινοητικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπινοητικότης θηλυκό