ἐπικαιρότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπικαιρότης | αἱ | ἐπικαιρότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐπικαιρότητος | τῶν | ἐπικαιροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐπικαιρότητι | ταῖς | ἐπικαιρότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐπικαιρότητα | τὰς | ἐπικαιρότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἐπικαιρότης | ἐπικαιρότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐπικαιρότης θηλυκό