ἐπιδιδυμῖτις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπιδιδυμῖτις | αἱ | ἐπιδιδυμίτιδες | ||||
γενική | τῆς | ἐπιδιδυμίτιδος | τῶν | ἐπιδιδυμιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | ἐπιδιδυμίτιδι | ταῖς | ἐπιδιδυμίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐπιδιδυμῖτιν | τὰς | ἐπιδιδυμίτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἐπιδιδυμῖτι | ἐπιδιδυμίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐπιδιδυμῖτις, -ιδος θηλυκό