καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπιδεκτικότης αἱ ἐπιδεκτικότητες
      γενική τῆς ἐπιδεκτικότητος τῶν ἐπιδεκτικοτήτων
      δοτική τῇ ἐπιδεκτικότητι ταῖς ἐπιδεκτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπιδεκτικότητα τὰς ἐπιδεκτικότητας
     κλητική ! ἐπιδεκτικότης ἐπιδεκτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιδεκτικότης (μαρτυρείται από το 1833)[1] < ελληνιστική κοινή ἐπιδεκτικός + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐπιδεκτικότης θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 393, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου