Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιδείκνυμι < ἐπι- + δείκνυμι

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπιδείκνυμι

  1. δείχνω, δηλώνω, αποδεικνύω, υποδεικνύω
  2. (μέσο) ἐπιδείκνυμαι : κάνω επίδειξη, επιδεικνύομαι, αλλά και παρέχω πληροφορίες
  3. (παθητικό) ἐπιδείκνυμαι : αποδεικνύομαι, επιδεικνύομαι από άλλους

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Κλίνεται σύμφωνα με το δείκνυμι

  Πηγές επεξεργασία