ἐπιδείκνυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐπιδείκνυμι
- δείχνω, δηλώνω, αποδεικνύω, υποδεικνύω
- (μέσο) ἐπιδείκνυμαι : κάνω επίδειξη, επιδεικνύομαι, αλλά και παρέχω πληροφορίες
- (παθητικό) ἐπιδείκνυμαι : αποδεικνύομαι, επιδεικνύομαι από άλλους
Συγγενικά
επεξεργασία- ἐπίδειξις, -εως και ιωνικός τύπος ἐπίδεξις : επίδειξη, απόδειξη αλλά και απαγγελία, παράδειγμα
- ἐπιδεικτέον που πρέπει να επιδειχθεί
- ἐπίδειγμα δείγμα, υπόδειγμα
- ἐπιδεικτικός κατάλληλος για επίδειξη
Κλίση
επεξεργασίαΚλίνεται σύμφωνα με το δείκνυμι
Πηγές
επεξεργασία- ἐπιδείκνυμι - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἐπιδείκνυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιδείκνυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.