ἐπιγονάτιον
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἐπιγονάτιον | τὰ | ἐπιγονάτιᾰ |
γενική | τοῦ | ἐπιγονατίου | τῶν | ἐπιγονατίων |
δοτική | τῷ | ἐπιγονατίῳ | τοῖς | ἐπιγονατίοις |
αιτιατική | τὸ | ἐπιγονάτιον | τὰ | ἐπιγονάτιᾰ |
κλητική ὦ! | ἐπιγονάτιον | ἐπιγονάτιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιγονατίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιγονατίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπιγονάτιον < ἐπί + (ελληνιστική κοινή) γονάτιον < αρχαία ελληνική γόνυ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵónu
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπιγονάτιον ουδέτερο