ἐνημερότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐνημερότης | αἱ | ἐνημερότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐνημερότητος | τῶν | ἐνημεροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐνημερότητι | ταῖς | ἐνημερότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐνημερότητα | τὰς | ἐνημερότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἐνημερότης | ἐνημερότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐνημερότης θηλυκό