ἐνηλικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐνηλικότης | αἱ | ἐνηλικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐνηλικότητος | τῶν | ἐνηλικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐνηλικότητι | ταῖς | ἐνηλικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐνηλικότητα | τὰς | ἐνηλικότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἐνηλικότης | ἐνηλικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐνηλικότης θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η ενηλικότητα, → δείτε και τη λέξη ενηλικιότητα