ἐνεργητικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐνεργητικότης | αἱ | ἐνεργητικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐνεργητικότητος | τῶν | ἐνεργητικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐνεργητικότητι | ταῖς | ἐνεργητικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐνεργητικότητα | τὰς | ἐνεργητικότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἐνεργητικότης | ἐνεργητικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐνεργητικότης θηλυκό