ἐμπόρευμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἐμπόρευμᾰ | τὰ | ἐμπορεύμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ἐμπορεύμᾰτος | τῶν | ἐμπορευμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ἐμπορεύμᾰτῐ | τοῖς | ἐμπορεύμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἐμπόρευμᾰ | τὰ | ἐμπορεύμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ἐμπόρευμᾰ | ἐμπορεύμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐμπορεύμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐμπορευμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐμπόρευμα < ἐμπορεύ(ομαι) + -μα < ἔμπορος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐμπόρευμα ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- ἐμπόρευμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐμπόρευμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.