Δείτε επίσης: εμπόρευμα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐμπόρευμᾰ τὰ ἐμπορεύμᾰτ
      γενική τοῦ ἐμπορεύμᾰτος τῶν ἐμπορευμᾰ́των
      δοτική τῷ ἐμπορεύμᾰτ τοῖς ἐμπορεύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἐμπόρευμᾰ τὰ ἐμπορεύμᾰτ
     κλητική ! ἐμπόρευμᾰ ἐμπορεύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐμπορεύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐμπορευμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐμπόρευμα < ἐμπορεύ(ομαι) + -μα < ἔμπορος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐμπόρευμα ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία