Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐμπολέω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐμπολέω
<
ἐν
+
πολέω
/
πολῶ
Ρήμα
επεξεργασία
ἐμπολέω
μεταγενέστερος
τύπος
του
ἐμπολάω
εμπορεύομαι
πουλώ
αγοράζω
≈
συνώνυμα
:
ὠνοῦμαι
κερδίζω
,
αποκτώ
αποφέρω
ασχολούμαι
πράττω
κάτι με
επιτυχία
,
επιτυγχάνω