Δείτε επίσης: εκσκαφή

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐκσκαφή αἱ ἐκσκαφαί
      γενική τῆς ἐκσκαφῆς τῶν ἐκσκαφῶν
      δοτική τῇ ἐκσκαφ ταῖς ἐκσκαφαῖς
    αιτιατική τὴν ἐκσκαφήν τὰς ἐκσκαφᾱ́ς
     κλητική ! ἐκσκαφή ἐκσκαφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκσκαφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐκσκαφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκσκαφή < ἐκσκάπτω < ἐκ- + αρχαία ελληνική σκάπτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐκσκαφή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία