↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ᾰ̓ριστογειτων-, Ᾰ̓ριστογειτον-
ονομαστική Ἀριστογείτων οἱ Ἀριστογείτονες
      γενική τοῦ Ἀριστογείτονος τῶν Ἀριστογειτόνων
      δοτική τῷ Ἀριστογείτον τοῖς Ἀριστογείτοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀριστογείτον τοὺς Ἀριστογείτονᾰς
     κλητική ! Ἀριστόγειτον Ἀριστογείτονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀριστογείτονε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀριστογειτόνοιν
Εξαίρεση: η κλητική ενικού με αναβιβασμό τόνου όπως στα κύρια σύνθετα.
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀριστογείτων < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀριστογείτων αρσενικό