Δείτε επίσης: Αρίων
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰρῑων-, ᾰρῑον-
ονομαστική Ἀρίων οἱ Ἀρίονες
      γενική τοῦ Ἀρίονος τῶν Ἀριόνων
      δοτική τῷ Ἀρίον τοῖς Ἀρίοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀρίον τοὺς Ἀρίονᾰς
     κλητική ! Ἀρῖον Ἀρίονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀρίονε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀριόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀρίων < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀρίων, -ονος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία), o μουσικός Αρίονας
  2. ανδρικό όνομα