↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀντιοχίς αἱ Ἀντιοχίδες
      γενική τῆς Ἀντιοχίδος τῶν Ἀντιοχίδων
      δοτική τῇ Ἀντιοχίδ ταῖς Ἀντιοχίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἀντιοχίδ τὰς Ἀντιοχίδᾰς
     κλητική ! Ἀντιοχίς* Ἀντιοχίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀντιοχίδε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀντιοχίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀντιοχίς < Ἀντίοχος ή Ἀντιόχεια + -ίς

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀντιοχίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. γυναικείο όνομα
  2. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ἀντιοχεύς