Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Ἀμστελόδαμον
      γενική τοῦ Ἀμστελοδάμου
      δοτική τῷ Ἀμστελοδάμ
    αιτιατική τὸ Ἀμστελόδαμον
     κλητική ! Ἀμστελόδαμον
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀμστελόδαμον < (άμεσο δάνειο) λατινική Amstelodamum

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀμστελόδαμον ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία