Ἀλεξίμαχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀλεξίμαχος | οἱ | Ἀλεξίμαχοι |
γενική | τοῦ | Ἀλεξιμάχου | τῶν | Ἀλεξιμάχων |
δοτική | τῷ | Ἀλεξιμάχῳ | τοῖς | Ἀλεξιμάχοις |
αιτιατική | τὸν | Ἀλεξίμαχον | τοὺς | Ἀλεξιμάχους |
κλητική ὦ! | Ἀλεξίμαχε | Ἀλεξίμαχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀλεξιμάχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀλεξιμάχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἈλεξίμαχος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ἀλεξίμαχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.