Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀγέλεως οἱ Ἀγέλε
      γενική τοῦ Ἀγέλεω τῶν Ἀγέλεων
      δοτική τῷ Ἀγέλε τοῖς Ἀγέλεῳς
    αιτιατική τὸν Ἀγέλεων τοὺς Ἀγέλεως
     κλητική ! Ἀγέλεως Ἀγέλε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀγέλεω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀγέλεῳν
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'πρόνεως' όπως «πρόνεως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀγέλεως < Ἀγέ(λαος) + -λεως

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀγέλεως αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία